Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαίξπηρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαίξπηρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το ζήτημα της αναπαράστασης.

>> Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Η περίοδος, από τα μέσα του 16ου αιώνα και καθ’ολο τον 17ο , θεωρείται από τους ιστορικούς μια μεταβατική περίοδος μεταξύ ουμανισμού και νεωτερικότητας. Είναι μια περίοδος έντονων πολιτικών, θρησκευτικών, στρατιωτικών συγκρούσεων. Ο λόγιος Ευρωπαίος βλέπει τον κόσμο να αποσυντίθεται και να ανασυντιθεται μπροστά στα μάτια του. Αντιλαμβάνεται ότι τα ιδανικά του ουμανισμού, αδυνατούν να εκφράσουν τις νέες συνθήκες. Πρέπει να βρεθούν νέες διέξοδοι για να εκφραστεί αυτή η συνεχής ροή, αυτή η συνεχής ανακατανομή ιδεών και αντιλήψεων. Έτσι ξεκινά η αναπαραστατικη διαδικασία σκέψης με την οποία θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία. Στο Κεφ. 2 θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε την έννοια της αναπαράστασης καθώς και να ανιχνεύσουμε τα δυο κυρίαρχα ρεύματα της εποχής. Στο Κεφ. 3 θα αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο τίθεται το ζήτημα της αναπαράστασης σε συγκεκριμένα αποσπάσματα του Σαίξπηρ. Στο Κεφ 4 θα δούμε πως αποτιμά το ποίημα και κατ’επεκταση ο ίδιος ο ποιητής, την αξία της αναπαράστασης, μέσα από το Σονέτο 18.



Η έννοια της αναπαράστασης – Μπαρόκ και κλασικισμός



Από τα μέσα του 16ου αιώνα λοιπόν ο συγγραφέας παύει να είναι ο ανώνυμος ουμανιστής της λεξικογραφίας, της μετάφρασης, της συλλογής και αναπαραγωγής «αρχαίων μύθων» κ.τ.λ. Οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής αναδεικνύουν τον νέο διανοητή της αναπαράστασης. Ο Γ.Βαρσος[1], μας δίνει έναν ορισμό της αναπαράστασης, λέγοντας μας ότι η αναπαράσταση είναι η (Αριστοτελική) μίμηση η οποία όμως πλέον λειτουργεί σαν από κάτοπτρο αντανάκλαση, της αισθητής ή άλλης πραγματικότητας. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο ίδιος ο καλλιτέχνης είναι το κάτοπτρο, που συλλαμβάνει και αντανακλά την δική του πραγματικότητα. Από την αισθητική του αντίληψη εξαρτάται αν η αντανάκλαση θα είναι ρεαλιστική, παραμορφωμένη, εμπλουτισμένη με άλλα στοιχεία κ.τ.λ. Αυτή ακριβώς η «κατοπτρική» ιδιότητα είναι που ανασύρει τον καλλιτέχνη από την ανωνυμία. Κάθε «κάτοπτρο» έχει πλέον τις δικές του ιδιότητες και είναι αναγνωρίσιμο. Δεν ειδικεύω ακόμη στην λογοτεχνία γιατί η αναπαράσταση εκτείνεται σε ολόκληρο το πεδίο της σκέψης. Ας μην ξεχνάμε ότι η μαθηματικοποιηση της φύσης από τους επιστήμονες του 16ου και 17ου αιώνα είναι και αυτή μια μορφή αναπαράστασης (όχι απαραίτητα καλλιτεχνικής) των φυσικών φαινομένων, από μαθηματικές σχέσεις. Όσον αφορά την καλλιτεχνική δημιουργία, έχουμε, για παράδειγμα, την εξέλιξη της προοπτικής στη ζωγραφική, τις νέες συνθετικές φόρμες του μπαρόκ και του κλασικισμού στη μουσική κ.τ.λ.


Η νέα λοιπόν αυτή αναπαραστατικη θεώρηση, φέρνει τους διανοητές σε δυο «στρατόπεδα». Εκείνοι οι οποίοι δέχονται τον πλούσιο κόσμο της αναπαράστασης και προσπαθούν να τον επεκτείνουν, οι οποίοι και «συγκροτούν» το ρεύμα του μπαρόκ. Από την άλλη πλευρά βρίσκονται αυτοί οι οποίοι προσπαθούν να βρουν τα όρια της αναπαραστατικης φαντασίας και να θεσμοθετήσουν τους κανόνες της, οι οποίοι και «συγκροτούν» το ρεύμα του κλασικισμού. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να ανιχνεύσουμε τα δυο αυτά καλλιτεχνικά ρεύματα, μέσα όμως από το πρίσμα της δραματουργίας, όπως επιτάσσει η παρούσα εργασία.


α) Μπαρόκ : Ο Γ.Βαρσος μας λέει ότι η πιθανή προέλευση της ονομασίας μπαρόκ, που σημαίνει στα πορτογαλικά «ακανόνιστο μαργαριτάρι», ίσως μας δίνει και μια εικόνα του νοήματος του. Πράγματι για τον δραματουργό του μπαρόκ τίποτα δεν είναι κανονικό ούτε έξ’αρχής προσδιορισμένο. Βλέπει τον κόσμο να ξαναφτιάχνεται μέσα από πολεμικές και ιδεολογικές συγκρούσεις και προσπαθεί να τον αναπαραστήσει. Δίνει μεγάλη σημασία στη διαρκή κινητικότητα. Τα σύμβολα της ροής και του εφήμερου ( νερό και φωτιά ), τα βρίσκουμε παρόντα τόσο στην γραφή όσο και στα διάφορα θεάματα, με την μορφή σιντριβανιών και πυροτεχνημάτων. Η ενότητα χώρου, χρόνου αλλά και ύφους παύει να υπάρχει. Το τραγικό εναλλάσσεται με το κωμικό, η μέρα με τη νύκτα, το παλάτι με το δάσος κ.τ.λ. Το δράμα εξελίσσεται μέσα σε μια υποβλητική ατμόσφαιρα που πολλές φορές φτάνει στην υπερβολή. Γίνεται επίσης εμφανής η επιμονή στον εντυπωσιασμό, μέσω της χρήσης σχημάτων λόγου και λογοπαίγνιων αλλά και διακοσμητικών οπτικών τρικ. Η εμμονή του μπαρόκ στο «ακανόνιστο» φτάνει στο σημείο φόβου μήπως αυτό το «ακανόνιστο» γίνει κανόνας. Έτσι έχουμε το παράδειγμα του γάλλου δραματουργού Mairet που γράφει εναλλάξ, έργα σύμφωνα με τους αριστοτελικούς κανόνες και έργα που τους παραβαίνουν.


Τα πρώτα δείγματα αυτής της χαρακτηριστικής μορφής του νέου ευρωπαϊκού θεάτρου μας έρχονται, κατά τα μέσα του 16ου αιώνα, από την Ιταλία και την Αγγλία. Στην μεν Ιταλία αρχίζουν να δημιουργούνται οι πρώτοι θίασοι της Commedia dell’arte, στη δε Αγγλία αρχίζει να αναπτύσσεται (υπό την προστασία της ελισαβετιανής αυλής) το ελισαβετιανό θέατρο. Εκεί όμως, που το θέατρο φαίνεται να προσαρμόζεται περισσότερο στο ρεύμα του μπαρόκ, είναι στην Ισπανία του 17ου αιώνα. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του ισπανικού μπαρόκ είναι ο Λοπε ντε Βεγκα και ο Καλντερον.


Το ελισαβετιανό θέατρο φτάνει στο απόγειο του με την δραματουργία του Σαίξπηρ η οποία, παρότι φέρει κλασικά χαρακτηριστικά ( π.χ πέντε πράξεις), πιστεύω ότι πλησιάζει πολύ περισσότερο τις αντιλήψεις του μπαρόκ. Θα συναντήσουμε πολλές φορές ανάμιξη των ειδών (τραγωδίας , κωμωδίας). Ενότητα χρόνου και χώρου δεν υπάρχει αλλά και οι τραγικοί ήρωες βρίσκονται πολύ μακριά από τους αντιστοίχους του Γαλλικού κλασικισμού. Μπορεί και αυτοί να έχουν αριστοκρατική καταγωγή αλλά θα τους βρούμε πολλές φορές να υποστηρίζουν τον λαϊκό τρόπο ζωής, να είναι άσχημοι ή παραμορφωμένοι, να κατατρύχονται από πάθη και γενικά να απέχουν από το γαλλικό πρότυπο του ήρωα – κατόχου της υπέρτατης αλήθειας. Κυρίως όμως εκείνο που με κάνει να θεωρώ τη δραματουργία του Σαίξπηρ, πλησιέστερη στο μπαρόκ, είναι η υπερβολή στην τραγικότητα των συναισθημάτων. Αυτή η υπερβολή είναι εξ’ άλλου που θα κάνει τον Τ.Σ Έλιοτ να γράψει για τον Αμλετ ότι πρόκειται για αποτυχημένο έργο, μιας και θεωρεί ότι τα συμβάντα δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ένταση των συναισθημάτων του ήρωα.


β) Κλασικισμός : Ο κλασικισμός είναι μια έννοια με διαφορετικό περιεχόμενο κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους. Εδώ θα αναφερθούμε στην σημασία που παίρνει ο όρος από τα μέσα του 16ου αλλά και κατά τον 17ο αιώνα. Βρισκόμαστε λοιπόν στην εποχή της αναπαράστασης όπου η αναπαραστατικη φαντασία συχνά φτάνει σε περιοχές τις οποίες, κάποιοι από τους λόγιους της εποχής, θεωρούν εκτός ορίων. Αυτά ακριβώς τα όρια είναι που θα επιδιώξουν να ορίσουν οι κλασικιστές. Για αυτούς οι κανόνες της αρχαίας δραματουργίας είναι απαράβατοι. Στη Γαλλία του Λουδοβίκου XIV είναι κυρίως που αναπτύσσεται ο κλασικισμός. Ο γαλλικός κλασικισμός απαιτεί κανόνες (γλωσσολογικούς και υφολογικούς) που να αφορούν ξεχωριστά το κάθε λογοτεχνικό είδος. Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να υπάρχει αυστηρός διαχωρισμός των λογοτεχνικών ειδών, σε αντίθεση με το μπαρόκ. Το λογοτεχνικό έργο θα πρέπει να έχει διπλή επιδίωξη. Αυτή της διαπαιδαγώγησης αλλά συνάμα και της αισθητικής απόλαυσης. Από την άλλη πλευρά το έργο οφείλει να μιμείται την αρμονία και την τάξη που διέπουν την ανθρώπινη φύση. Επανατίθεται έτσι το ζήτημα της ενότητας, δράσης, χώρου και χρόνου, σε αντίθεση με την πρακτική του μπαρόκ. Το γαλλικό θέατρο είναι εκείνο στο οποίο έχουμε τα τυπικότερα δείγματα του κλασικισμού. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του γαλλικού θεάτρου είναι, για τη μεν τραγωδία ο Κορνεϊγ και ο Ρακίνας, για δε την κωμωδία ο Μολιέρος.



Η αναπαράσταση στον Άμλετ



Ας δούμε τώρα πως τίθεται το ζήτημα της θεατρικής αναπαράστασης στην Σκηνή 2 της Β΄Πραξεως του Άμλετ. Κατ’ αρχάς θα πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε ότι ο Άμλετ ζητά από τους ηθοποιούς να του αναπαραστήσουν το συγκεκριμένο έργο, ίσως γιατί περιέχει ένα κομμάτι από το δικό του δράμα. Στη θέση του Πύρου βλέπει τον Κλαύδιο, στη θέση της Εκάβης την Γερτρούδη, στη θέση του Πρίαμου τον νεκρό πατέρα του. Και κάτι ακόμη. Για τον φόνο του Πρίαμου υπεύθυνη είναι η Τύχη. Γι αυτήν καλεί, ο ηθοποιός τους θεούς, να την γκρεμίσουν στα τάρταρα, να της αφαιρέσουν την εξουσία. Είναι η ίδια η Τύχη της οποίας ο Άμλετ θεωρεί τον εαυτό του δέσμιο. Στον μονόλογο που ακολουθεί γίνεται σαφές ότι ο Άμλετ «βλέπει» την αναπαράσταση του δράματος ισχυρότερη και από το ίδιο το δράμα. Αυτός είναι και ο λόγος που οικτίρει τον εαυτό του. Βλέπει τον ήρωα της αναπαράστασης (ηθοποιό) να μετέχει με πολύ μεγαλύτερη ένταση στην αναπαράσταση του δράματος απ’ότι ο ίδιος (Άμλετ) στην πραγματικότητα του δράματος. «Δεν είναι τερατώδες, τούτος ο θεατρίνος για μιαν ιδέα, για μόνο τα’ονειρο απ’το πάθος, μπόρεσε τόσο να υποτάξει την ψυχή του στη σύλληψη του νου, που απ’την ενέργεια της όλη η θωριά του να χλομιάσει […] Κι εγώ, ο χαζός και λασποκαμωμένος μάγκας, καμαρώνω σαν κούκλος ονειροπαρμένος, για το δίκιο μου αναίσθητος και δε μιλώ καθόλου.»[2]. Τόση είναι η πίστη του Άμλετ, για την δύναμη της αναπαράστασης, που λίγο αργότερα θα «δικάσει» τον Κλαύδιο και την Γερτρούδη, όχι σε δικαστήριο, αλλά βάζοντας τους να παρακολουθήσουν την θεατρική αναπαράσταση του φόνου του πατέρα του. Είναι βέβαιος ότι τα συναισθήματα που θα προκληθούν θα αποκαλύψουν τους ενόχους. Θέλοντας να τονίσει ακόμη περισσότερο την αξία του θεάτρου, σε κάποιο άλλο σημείο του υπό μελέτη αποσπάσματος, ο Άμλετ προτρέπει τον Πολώνιο, να περιποιηθεί σωστά τον θίασο γιατί «είναι το απόσταγμα και το σύντομο χρονικό της εποχής»[3].


Πέρα όμως από το ψυχολογικό μέρος, ο Σαίξπηρ (μέσω του Άμλετ) βρίσκει την ευκαιρία να εξάρει και το μορφολογικό μέρος, της συγκεκριμένης θεατρικής αναπαράστασης, του θρύλου της άλωσης της Τροίας, δίνοντας έτσι εμμέσως και την άποψη του για το θέατρο : «το έργο, θυμάμαι, δεν άρεσε στο πλήθος όμως, όπως το κατάλαβα εγώ κι άλλοι, που οι γνώμες τους σ’αυτά τα πράγματα είναι ανώτερες απ’τη δικιά μου, ήταν εξαίρετο έργο, με σκηνική οικονομία και σύνθεση απλή όσο και μαστορική. Θυμάμαι κάποιος εκεί είπε πως δεν είχαν σάλτσες οι στίχοι του για να κάμουν το υλικό νόστιμο, ούτε η φράση του υλικά τέτοια, που να κατακριθεί ο συγγραφέας για φτιασίδωμα αλλά, είπε, πως ήταν έργο αγνό, γερο μαζί και χαριτωμένο και με πολύ περισσότερη φυσική παρά τεχνητή ομορφιά»[4]. Η άποψη αυτή συμπυκνώνεται και σε μια φράση από την μετάφραση του Γ. Χειμωνά: «Γιατί η τέχνη δεν είναι για τους πολλούς, ούτε για τους λίγους, είναι πάντα για τον καθένα ξεχωριστά.»[5].


Ας έλθουμε τώρα στον μονόλογο της Γ΄Πραξης. Εδώ θεωρώ ότι η παρουσία της αναπαραστατικής διαδικασίας είναι εξίσου ισχυρή με την απουσία της. Η συνείδηση του Άμλετ γνωρίζει τι είναι η ζωή. Μπορεί και την αναπαριστά με τον ίδιο το μονόλογο του ήρωα. Ο θάνατος όμως; Εδώ η πραγματικότητα απουσιάζει. Μαζί απουσιάζει και η αναπαράσταση της. Η συνείδηση αδυνατεί να περιγράψει τον θάνατο « Έτσι είναι η συνείδηση που μας κάνει όλους δειλούς»[6], μονολογεί ο ήρωας. Αυτή λοιπόν η αδυναμία αναπαράστασης του «μεταθανάτιου Ονείρου», είναι που οδηγεί τον Άμλετ στο τραγικό δίλημμα «Να’ναι κανείς ή να μην είναι». Όσον αφορά τώρα τον μονόλογο της Δ΄Πραξης. Είναι εδώ εμφανής η προσπάθεια του Άμλετ, να ξεπεράσει τα διλήμματα του, αναπαριστώντας λεκτικά, πράξεις ηρωικές που έγιναν για λόγους «τιμής». Στην ουσία, η αναπαραστατική διαδικασία εδώ, ακολουθεί διπλή διαδρομή. Ο Άμλετ διηγείται (αναπαριστά) τις ηρωικές πράξεις με σκοπό να πείσει τον εαυτό του να τις μιμηθεί (αναπαραστήσει).



Η αναπαράσταση στο σονέτο 18



Ας περάσουμε τώρα σε μια άλλη μορφή αναπαράστασης, διερευνώντας , πως αυτή, τίθεται στο σονέτο 18 του Σαίξπηρ. Κατ’ αρχάς θα παρατηρήσουμε ότι και στις δυο μεταφραστικές εκδοχές, που μας διατίθενται, εξακολουθεί να τηρείται η αμφισημία (της αγγλικής γλώσσας του πρωτοτύπου), ως προς το γένος του αναφερομένου στο ποίημα, προσώπου. Πρόκειται για ένα ερωτικό; ποίημα όπου ο Σαίξπηρ προσπαθεί να αναπαραστήσει, το αντικείμενο του έρωτα του, με τρόπο που αυτό να μείνει αθάνατο. Στην αναπαράσταση αυτή, ο Σαίξπηρ, χρησιμοποιεί (και ταυτόχρονα αναιρεί) στοιχεία που ήδη έχουμε συναντήσει και στο Πετραρχικό σονέτο. Τα στοιχεία της (τέλειας) φύσης. Η εποχή όμως του Σαίξπηρ ήδη έχει αρχίσει να κατανοεί και να υπερβαίνει τη φύση. Έτσι εδώ η ομορφιά των στοιχείων της φύσης δεν είναι αρκετή για τον ποιητή :

«Πώς να σε πω- καλοκαιριάτικο πρωί;

Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία»[7].


Ο Σαίξπηρ αναζητεί (και τελικά βρίσκει, όπως θα δούμε στο τέλος του ποιήματος), έναν τρόπο αναπαράστασης, διαχρονικό και αναλλοίωτο. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εκφραστεί μέσα από την εύθραυστη ομορφιά της φύσης. Ο ποιητής θα εκφράσει την αντίληψη του αυτή λέγοντας ότι :

«γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί

τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία»

ή

«κάποτε καίει ο επουράνιος οφθαλμός

και της χροιάς του ο χρυσός συχνά θαμπώνει,

κάποιος μοιραίος του καιρού αναπαλμός

την ομορφιά της ομορφιάς απογυμνώνει» [8]


Όμως ο Σαίξπηρ, έχει τρόπο να κρατήσει το είδωλο του αιώνια ζωντανό. Είναι η δύναμη του ίδιου του ποιήματος και κατ’ επέκταση, της ίδιας της ποιητικής αναπαράστασης.

«Όσο ζουν άνθρωποι και βλέπουν θα γυρίζουν

σ’ αυτούς τους στίχους και ζωή θα σου χαρίζουν»[9]


Ας γυρίσουμε στο δεύτερο κεφάλαιο, της παρούσης εργασίας και στον ορισμό της αναπαράστασης που μας δίνει ο Γ. Βαρσος. Είπαμε ότι καθρέπτης είναι ο ίδιος ο δημιουργός και αντανάκλαση το δημιούργημα του. Όσο πιο «ισχυρός» είναι ο καθρέπτης, τόσο πιο «ισχυρή» θα είναι και η αντανάκλαση. Αυτό το τρίπτυχο, δηλαδή : καθρέπτης (ποιητής), αντανάκλαση (στίχοι) και πρότυπο (ερωτικό αντικείμενο), αποτελείται από στοιχεία άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. Από τη ζωή και τη δύναμη του ενός, εξαρτώνται και τα αλλά δυο, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι ο Σαίξπηρ επιθυμεί πρωτίστως την αιωνιότητα του ερωτικού του αντικειμένου ή αν, σίγουρος για την ποιητική του δεινότητα, αποζητά την αιωνιότητα των στίχων και άρα του ιδίου. Αν δεχθούμε το πρώτο (αιωνιότητα ερωτικού αντικειμένου) τότε σωστά αναφέρουμε, στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου, ότι πρόκειται για ερωτικό σονέτο. Αν όμως δεχθούμε την δεύτερη άποψη (αιωνιότητα ποιητή- ποιήματος), τότε πρόκειται για έναν ύμνο και μια βεβαιότητα για την δύναμη του ποιήματος, της ποίησης, αλλά και ολόκληρης της αναπαραστατικής αντίληψης, που κυριαρχεί στη σκέψη της περιόδου που εξετάσαμε.



Συμπεράσματα



Από τα μέσα του 16ου και καθ’ όλο τον 17ο αιώνα, ο τρόπος σύλληψης και έκφρασης ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος αλλάζει, μαζί αλλάζει και ο τρόπος γραφής. Έχουμε μπει στην εποχή της αναπαράστασης. Η νέα αναπαραστατική σκέψη δημιουργεί δυο καλλιτεχνικά ρεύματα. Το «μπαρόκ», το οποίο με τις υπερβολές, τα ποικίλματα και γενικότερα την υπέρβαση του ισχύοντος φορμαλισμού, θα θεωρηθεί, από τους εκπρόσωπους του άλλου ρεύματος του «κλασικισμού», ότι εκφευγει των ορίων. Αυτά ακριβώς τα όρια θα προσπαθήσουν να επαναπροσδιορίσουν οι κλασικιστές. Στα πλαίσια του μπαρόκ θα αναπτυχθούν, η Commedia dell’ arte, το ελισαβετιανό και κυρίως το ισπανικό θέατρο. Αντιθέτως το γαλλικό θέατρο είναι που θα εκφράσει τον κλασικισμό της εποχής.


Χαρακτηριστικά παραδείγματα, για το πώς εκφράζεται ο τρόπος σκέψης και γραφής, την εποχή της αναπαράστασης, είναι η δραματουργία και η ποίηση του Σαίξπηρ έτσι όπως την εξετάσαμε στα αποσπάσματα του Άμλετ και στο σονέτο 18. Κοινό χαρακτηριστικό, των δυο κειμένων, είναι η σημασία που δίνει ο συγγραφέας στην δύναμη της αναπαράστασης. Στον Άμλετ, όλη η εσωτερική αγωνιά του ήρωα, θα εκφραστεί μέσα από ένα θεατρικό δρώμενο του οποίου η σημασία αναβιβάζεται σε κύριο στοιχείο για την εξέλιξη του έργου. Αλλά και στο σονέτο 18, η δύναμη της ποιητικής αναπαράστασης, θα υπερκεράσει και αυτήν ακόμη τη δύναμη της ομορφιάς της φύσης. Ο ποιητής θα θεωρήσει εδώ ότι, η διαχρονικότητα ενός στίχου, μπορεί να σταθεί σταθερότερα από ότι τα ευμετάβλητα φυσικά στοιχεία.-



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1) Γ.Βάρσος Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα, Ε.Α.Π, Πάτρα 1999


2) Benoit-Dusausoy A. & G.Fontaine (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Α & Β, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1999


3) Σαίξπηρ, Άμλετ, μτφ. Β. Ρώτας, ΙΚΑΡΟΣ, 1969


4) Σαίξπηρ, 25 Σονέτα, μτφ. Δ. Καψάλη, ΑΓΡΑ, Αθήνα 1998 – Σονέτο 18


5) Σαίξπηρ, Άμλετ, μτφ. Γ. Χειμωνάς, ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1998





[1] Γ.Βάρσος Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα, Ε.Α.Π, Πάτρα 1999, σελ. 185

[2] Σαίξπηρ, Άμλετ, μτφ. Β. Ρώτας, ΙΚΑΡΟΣ, 1969. – σελ. 67 - 68

[3] ό.π σελ. 66

[4] ό.π. σελ. 64

[5] Σαίξπηρ, Άμλετ, μτφ. Γ. Χειμωνάς, ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1998 – σελ. 77

[6] Σαίξπηρ, Άμλετ, μτφ. Β. Ρώτας, ΙΚΑΡΟΣ, 1969.

[7] Σαίξπηρ, 25 Σονέτα, μτφ. Δ. Καψάλη, ΑΓΡΑ, Αθήνα 1998 – Σονέτο 18

[8] ό.π

[9] ό.π

Read more...

  © Blogger template Artsy by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP